αριστερόστροφος

αριστερόστροφος
ος , ον вращающийся справа налево

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αριστερόστροφος" в других словарях:

  • αριστερόστροφος — η, ο και ος, ον αυτός που στρέφεται προς τα αριστερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + στροφος < στρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα] …   Dictionary of Greek

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • μινθόνη — η χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, μονοτερπενική κετόνη που απαντά με τη μορφή δύο αντιπόδων της, από τους οποίους ο αριστερόστροφος αποτελεί μαζί με τη μινθόλη συστατικό τού μινθελαίου …   Dictionary of Greek

  • προλίνη — η, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία τού πυρρολιδινο 2 καρβοξυλικού οξέος, τού οποίου ο αριστερόστροφος αντίποδας, η L προλίνη, είναι αμινοξύ και συστατικό όλων τών πρωτεϊνών που έχουν μελετηθεί ώς τώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Prolin <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»